- ορογραφικός
- -ή, -ό1. ο ορεογραφικός2. φρ. «ορογραφικός υετός»(μετεωρ.) η βροχή, το χιόνι ή οποιαδήποτε άλλη μορφή κατακρημνίσματος που παράγεται κατά την ανοδική πορεία μιας υγρής αέριας μάζας πάνω από μια οροσειρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.