ορογραφικός

ορογραφικός
-ή, -ό
1. ο ορεογραφικός
2. φρ. «ορογραφικός υετός»
(μετεωρ.) η βροχή, το χιόνι ή οποιαδήποτε άλλη μορφή κατακρημνίσματος που παράγεται κατά την ανοδική πορεία μιας υγρής αέριας μάζας πάνω από μια οροσειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τόγκο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Μπουρκίνα Φάσοστα βόρεια, με τη Γκάνα στα δυτικά και με το Μπενίν στα ανατολικά.Tο Tόγκο είναι μια στενή λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσα στην Γκάνα, στην Mπουρκίνα Φάσο και στο Mπενίν. Στην ακτή έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”